- συμφέρων
- ουσα , ον выгодный, прибыльный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφέρων — συμφέρω bring together pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Симферополь — Из искусственного образования греч. Συμφερόπολις от συμφέρων полезный по типу др. названий на πολις (см. Севастополь); ср. Унбегаун, RЕS 16, 225; Эльи 853 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
συμφερόντως — Α επίρρ. 1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον 2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» συμφέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, οντος τού συμφέρω] … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
συμφέρει — (παρατατ. συνέφερε) (ως προσ. ή απρόσ.) συμφέρουν (παρατατ. συνέφεραν) (ως προσ.) Σημειώσεις: συμφέρει : διατηρείται η λόγια μτχ. ενεστώτα ως επίθετο (συμφέρων, ουσα, ον) ή ως ουσιαστικό (το συμφέρον) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ՕԳՏԱԿԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 1021 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c, 12c ա. ὡφελιμός utilis συμφέρων, ον . եւ բայիւ ὡφελέω, συμφέρω . (որպէս թէ Օգտակար. ըստ պրս. քեար. այսինքն գործ, արարք.) Օգտաբեր. օգտամատոյց. շահաւոր. շահեկան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)